δακρύβρεκτος

δακρύβρεκτος
και δακρύβρεχτος, -η, -ο
1. ο βρεγμένος με δάκρυα
2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος
3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα)
εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Νικολ. Ι. Σαρίπολο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίδακρυς — υ, ΝΑ γεμάτος δάκρυα, αυτός που κλαίει πάρα πολύ και χύνει πικρά δάκρυα, δακρύβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δάκρυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”